ΓΕΝΙΚΑ
Η αισθητική χειρουργική στοχεύει στη βελτίωση της εμφάνισης του ατόμου, με βάση τα υποκειμενικά του, κυρίως, κριτήρια σχετικά με το πώς θα επιθυμούσε να μοιάζει. Ως εκ τούτου, η αναγκαιότητα της όποιας αισθητικής επέμβασης καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τη διάθεση και τις προσωπικές επιλογές του καθένα.
Αντίθετα με τις άλλες χειρουργικές ειδικότητες, η αισθητική χειρουργική δεν θεραπεύει ασθένειες, καθώς η αλλαγή ή διόρθωση της μη αποδεκτής από κάποιον εικόνας μίας περιοχής του σώματός του, δεν αποτελεί τέτοιου είδους διαδικασία. Ενίοτε, πάντως, μία αισθητικού τύπου παρέμβαση συνεπάγεται και ένα επανορθωτικό–θεραπευτικό αποτέλεσμα (βλ. ΠΕΡΙ ΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ, ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ).
Σε συνέχεια με τα προηγούμενα, κρίνω απαραίτητο να υπογραμμίσω πως η αισθητική χειρουργική θεωρείται και είναι μία πολύ ξεχωριστή ειδικότητα. Η συγκεκριμένη διαπίστωση στηρίζεται στα εξής: πρώτον, οι «ασθενείς» που υποβάλλονται σε αισθητικές βελτιώσεις δεν είναι πραγματικά ασθενείς –εξ ου και τα εισαγωγικά–, δεύτερον, το ενδεχόμενο για ορισμένους «ασθενείς» να καταλήξουν πραγματικά ασθενείς δεν δύναται να αποκλεισθεί, καθώς η εν λόγω δυσάρεστη έκβαση συνδέεται στενά με το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα και τις επιπλοκές που μπορεί να σημειωθούν.
ΤΟ ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Πέραν της σωματικής αλλαγής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα επιφέρει αλλαγή και στην ψυχολογία εκείνου που χειρουργείται: εάν είναι αυτό που επιθυμούσε ή φανταζόταν, η όποια του αβεβαιότητα μετατρέπεται αυτομάτως σε σιγουριά και ικανοποίηση· εάν, όμως, δεν είναι, τότε τα πράγματα ακολουθούν αντίθετη, συνήθως, πορεία, με συνέπεια να διαταράσσεται ή να επιβαρύνεται περαιτέρω η ψυχική υγεία του «ασθενή». Μεταξύ των κυριότερων λόγων που οδηγούν σε μία τέτοια εξέλιξη, αναφέρω, ενδεικτικά, τις πρόσθετες δυσκολίες του ατόμου να αποδεχθεί τη νέα του εμφάνιση –δοθείσης και της εγνωσμένης αδυναμίας του να αποδεχθεί την παλιά–, τις ενοχές του για το γεγονός πως υποβλήθηκε στην επέμβαση, το αίσθημα της αποτυχίας και την απογοήτευση, την αρνητική αυτοεκτίμηση και τη χαμηλή αυτοπεποίθηση, τη διάψευση της εμπιστοσύνης του απέναντι στον πλαστικό χειρουργό, την αγωνία του να βρει άμεσα άλλον προκειμένου να λύσει επιτέλους το πρόβλημά του. Ως εκ τούτου, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι αυτού του είδους οι καταστάσεις μπορεί κάποιες φορές να διογκωθούν ανεξέλεγκτα και σε ακραίο σημείο, το ενδεχόμενο για ορισμένους «ασθενείς» να καταλήξουν πραγματικά ασθενείς, είναι δυστυχώς υπαρκτό.
Βασική προϋπόθεση για την πρόληψη και τον περιορισμό τέτοιων δυσάρεστων καταστάσεων, θεωρώ την υπεύθυνη και εμπεριστατωμένη προσέγγιση μεταξύ του «ασθενή» και του ιατρού. Τούτο σημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια των επαφών τους πριν την επέμβαση, οι δύο πλευρές θα πρέπει να κατανοήσουν πλήρως η μία την άλλη: ο μεν «ασθενής» τις δυνατότητες του πλαστικού χειρουργού, ο δε τελευταίος τις απαιτήσεις του πρώτου, με στόχο τη σύγκλιση και ομοφωνία ως προς αυτό που επιθυμεί ο ένας και εκείνο που είναι σε θέση να του προσφέρει ο άλλος. Για την ευόδωση της συγκεκριμένης προοπτικής, χρειάζονται διεξοδικές συζητήσεις, ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων, ρεαλισμός, υπομονή, χρόνος και, προπαντός, ειλικρίνεια. Επιπλέον, ο ιατρός οφείλει να διατηρεί έναν διακριτικό αλλά σαφώς κατευθυντήριο ρόλο, με γνώμονα το τι είναι αισθητικά αποδεκτό και σύμφωνο με τα ιδιαίτερα μορφολογικά γνωρίσματα του ατόμου που χειρουργείται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα καθίσταται στις γενικές του γραμμές προβλέψιμο, ενώ, παράλληλα, αποφεύγονται τυχόν εσφαλμένες εκτιμήσεις ή ανεδαφικές προσδοκίες. Τέλος, ο ιατρός πρέπει να στηρίζει, να εφησυχάζει και να διαβεβαιώνει τον «ασθενή» ότι θα κάνει το παν για το πρόβλημά του, σε κάθε περίπτωση που το αποτέλεσμα κρίνεται ανεπαρκές ή μη ικανοποιητικό.
ΟΙ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
Ως γνωστόν, δεν υπάρχει χειρουργική επέμβαση δίχως επιπλοκές. Επομένως, το ίδιο ακριβώς παρατηρείται και στα αισθητικής φύσεως χειρουργεία.
Οι συνέπειες των επιπλοκών στην αισθητική χειρουργική έχουν διπλή σημασία: αφενός διότι μπορεί να βλάψουν την υγεία του «ασθενή», θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του –αν και σπάνια, πάντως–, αφετέρου διότι μπορεί να αλλοιώσουν το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα.
Αποφεύγοντας να αναφερθώ στις απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις –καθώς ξεπερνούν τον σκοπό μίας απλής, γενικής ενημέρωσης σαν την παρούσα–, θα προτιμούσα να σταθώ σε πιο συνήθεις επιπλοκές της καθημερινής πρακτικής. Συγκεκριμένα, σε εκείνες που επηρεάζουν το αποτέλεσμα, σημειώνοντας, κατ’ αρχήν, ότι οι επιπτώσεις αυτών ποικίλλουν. Για παράδειγμα, η επιμόλυνση της τομής μιας επέμβασης ενδέχεται να οδηγήσει σε διαταραχή της επούλωσης και δυσμορφία της ουλής που θα δημιουργηθεί ακολούθως, επιδρώντας αρνητικά, τελικά, στη συνολική εικόνα μίας κατά τα άλλα άρτια χειρουργημένης περιοχής. Κάτι ανάλογο μπορεί να προκύψει και μετά τη διάσπαση των χειλέων του τραύματος, τη συλλογή ενός αιματώματος κ.λπ. Σε άλλες περιπτώσεις, εν τούτοις, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρότερα. Όπως λ.χ. εάν νεκρωθούν οι θηλές σε μία επέμβαση μείωσης του όγκου των μαστών ή κοπεί κάποιος κλάδος του προσωπικού νεύρου σε ένα face lift, καθώς σε αμφότερες τις περιπτώσεις θα έχουν προκληθεί μόνιμες σωματικές βλάβες: οι μεν μαστοί δεν θα έχουν θηλές, το δε πρόσωπο θα παρουσιάζει έλλειψη συμμετρίας, εξαιτίας παράλυσης των μυών των οποίων η νεύρωση χάθηκε.
Βάσει των παραπάνω, νομίζω ότι αντιλαμβάνεται κανείς πως οι επιπλοκές στην αισθητική χειρουργική μπορεί να αλλοιώσουν το τελικό αποτέλεσμα, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να επιβαρύνει την υγεία του «ασθενή». Όχι, όμως, μόνο την ψυχική –όπως σχολιάσθηκε ήδη–, αλλά ίσως και τη σωματική, και μάλιστα σε σημείο που να δημιουργείται ενίοτε η αίσθηση ακρωτηριασμού ή αναπηρίας. Διευκρινίζω εδώ, πάντως, ότι το μη επιθυμητό μετεγχειρητικό αποτέλεσμα δεν συνιστά συνέπεια επιπλοκών, κατ’ ανάγκη. Η παραμονή π.χ. ύβου στη μύτη, μετά από μία ρινοπλαστική που εξελίχθηκε ομαλά, οφείλεται προφανώς σε κακή τεχνική.
Όπως τονίζεται και αλλού, η εξέλιξη της αισθητικής χειρουργικής στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην επανορθωτική (βλ. ενότητα ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ). Ως εκ τούτου, και γνωρίζοντας από την κοινή εμπειρία ότι δεν υπάρχει πλαστικός χειρουργός που να μην έχει βρεθεί αντιμέτωπος στην πορεία του με επιπλοκές, θα ήθελα να παραθέσω και την εξής, προσωπική άποψή μου: ένας καλός αισθητικός χειρουργός πρέπει να είναι και καλός επανορθωτικός, οπωσδήποτε. Και ας μην εκληφθεί ως υπερβολή κάτι τέτοιο, δεδομένης της πιθανότητας εμφάνισης εξαιρετικά δυσάρεστων καταστάσεων –όπως λ.χ. νέκρωσης των θηλών ή βλάβης ενός νεύρου, καθώς αναφέρθηκε προηγούμενα–, η διαχείριση των οποίων απαιτεί ιδιαίτερες επανορθωτικές δεξιότητες.
ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ – ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ – ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Σύμφωνα με ό,τι επικρατεί ολοένα και περισσότερο, ένα αισθητικό χειρουργείο θεωρείται υπόθεση καλλιτεχνικής, μάλλον, φύσης και δευτερευόντως ιατρικής. Εν τούτοις, στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο: οι αισθητικές επεμβάσεις αποτελούν ιατρικές πράξεις πρωτίστως, η βαρύτητα και το επίπεδο επικινδυνότητας των οποίων δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζεται, δοθέντος, μάλιστα, ότι αφορούν σε μη ασθενείς. Οπότε, ναι μεν η ποιότητα της όποιας διόρθωσης συνιστά το ζητούμενο, ωστόσο εκείνο που πάντα προέχει είναι η υγεία του ατόμου που χειρουργείται. Κάτι άλλο που σταθερά παραβλέπεται, σχετίζεται με τον αυξημένο βαθμό δυσκολίας που οι συγκεκριμένες επεμβάσεις εμπεριέχουν, καθώς τα περιθώρια λάθους είναι μικρά, οι απαιτήσεις μεγάλες, τα τεχνικά προβλήματα ενίοτε δυσεπίλυτα, το αποτέλεσμα μη προβλέψιμο στην κάθε του λεπτομέρεια. Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, έρχονται σε διαφωνία με ό,τι συνήθως πιστεύεται. Αλλά και με όσα διαδίδουν συστηματικά ορισμένοι, οι οποίοι, στο πλαίσιο της προσωπικής προβολής τους, δεν διστάζουν να διαφημίζουν τις αισθητικές επεμβάσεις ως «απλούστατες και τελείως ακίνδυνες», δυνάμενες να πραγματοποιηθούν σε ιδιωτικά ιατρεία και ινστιτούτα «εντός είκοσι ή τριάντα λεπτών, το πολύ» – όλα αυτά είναι τουλάχιστον παραπειστικά και ανεύθυνα· ακόμα χειρότερα δε όταν οι προαναφερθέντες χώροι στερούνται των απαραίτητων συνθηκών ασφαλείας.
Ανεξάρτητα με τα προηγούμενα, πάντως, είναι γεγονός πως οι δυνατότητες της αισθητικής χειρουργικής εντυπωσιάζουν. Όχι μόνο διότι η απαλλαγή από μία ατέλεια και η βελτίωση της εικόνας οποιασδήποτε περιοχής του ανθρώπινου σώματος αποτελούν στόχους απόλυτα εφικτούς, αλλά και διότι σε κάποιες περιπτώσεις το αποτέλεσμα μπορεί πραγματικά να αγγίξει την τελειότητα. Πρωταρχικό ρόλο, βέβαια, έχει ο πλαστικός χειρουργός, του οποίου οι γνώσεις, η εμπειρία, οι ικανότητες και η αίσθηση γύρω από το αρμονικό και ωραίο, καθορίζουν εν πολλοίς την έκβαση κάθε επέμβασης.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω και τούτο: η διαδικασία επιλογής των ατόμων που ζητούν να υποβληθούν σε αισθητικής φύσεως χειρουργεία, δεν πρέπει ποτέ να ακολουθείται αβασάνιστα και δίχως τη δέουσα προσοχή. Με άλλα λόγια, ο πλαστικός χειρουργός οφείλει να διακρίνει τον ακατάλληλο «ασθενή», έτσι ώστε, αποφεύγοντας τελικά να τον αναλάβει, να προλαμβάνει δυσάρεστες εξελίξεις και για τους δύο. Ως αιτίες που οδηγούν στον αποκλεισμό ενός υποψηφίου από αυτού του είδους τις επεμβάσεις, παρατίθενται οι εξής:
- Η ασυμφωνία του με τον ιατρό σε ό,τι αφορά το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα που προβλέπεται.
- Η εμμονή του σε πρότυπα και υπερβολικές ή παράλογες αξιώσεις. Για παράδειγμα, το άτομο που επιθυμεί διακαώς να αλλάξει την εικόνα της μύτης του, έτσι ώστε αυτή να γίνει ίδια με του τάδε μοντέλου, ηθοποιού κ.λπ., έχει αντένδειξη να χειρουργηθεί.
- Η υπέρμετρη, βάσει της κοινής εμπειρίας και λογικής, συναισθηματική και ψυχική επιβάρυνσή του, λόγω του διαρκούς προβληματισμού του για ό,τι άσχημο ή αταίριαστο θεωρεί στη μορφή του.
- Η επιμονή και η πιεστική στάση του απέναντι στον ιατρό, προκειμένου να του αποσπάσει κάποια δέσμευση ή υπόσχεση ότι το αποτέλεσμα θα είναι οπωσδήποτε το προσδόκιμο.
- Η αδυναμία ή άρνησή του να αποδεχθεί το ενδεχόμενο των επιπλοκών και τις επιπτώσεις που αυτές συνεπάγονται.
- Τυχόν ψυχιατρική νόσος, από την οποία έχει διαγνωσθεί επισήμως να πάσχει (π.χ. κατάθλιψη, διπολικές διαταραχές κ.λπ.).