ΔΕΡΜΟΕΙΔΕΙΣ ΚΥΣΤΕΙΣ

Οι δερμοειδείς κύστεις αποτελούν διαμαρτίες που δημιουργούνται κατόπιν διαταραχών στη συνένωση των διαφόρων εμβρυϊκών μορφωμάτων που είναι υπεύθυνα για τη διάπλαση των ιστών. Οι διαταραχές αυτές έχουν ως συνέπεια τον εγκλωβισμό αρχέγονων δερματικών στοιχείων στο εσωτερικό των εν λόγω διαμαρτιών –εξ ου και η ονομασία τους δερμοειδείς–, τα οποία εξελίσσονται προσομοιάζοντας του φυσιολογικού δέρματος. Ως εκ τούτου, το εσωτερικό τοίχωμα των δερμοειδών κυστών καλύπτεται από επιθήλιο, περιλαμβάνει δε ιδρωτοποιούς και σμηγματογόνους αδένες, καθώς και θυλάκους τριχών – όπως, δηλαδή, και το δέρμα. Το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζεται για την τυρώδη υφή του, ενώ εντός αυτού μπορεί να ανευρίσκονται τρίχες ή ακόμη και χόνδροι, οστά, νύχια, δόντια και γενικώς ιστοί ποικίλης προέλευσης.

Οι δερμοειδείς κύστεις παρουσιάζονται είτε ως επιφανειακές διογκώσεις, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στην ουρά της οφρύος και στη μέση γραμμή της ρινός, της υπογλώσσιας χώρας, του τραχήλου, του στέρνου, του περινέου, του οσχέου και της ιεράς χώρας, είτε ως διογκώσεις βαθύτερων περιοχών ή οργάνων. Ως πλέον τυπικές περιπτώσεις, περιγράφονται οι κύστεις επάνω από το έξω πλάγιο του φρυδιού και στη συμβολή του μετώπου με τη ρίζα της μύτης. Εμφανίζονται ως σκληρά και ομαλά στο περίγραμμα μορφώματα και δεν συνοδεύονται από ενοχλήσεις, μολονότι ενδέχεται να σημειώνεται ήπια ευαισθησία κατά την ψηλάφηση. Πόνος σπανίως παρατηρείται. Εκτείνονται κάτω από το υποδόριο λίπος και τους μύες, εφαπτόμενες ενίοτε στενά των οστών. Δεν σχετίζονται με το υπερκείμενο δέρμα· ωστόσο, η παρουσία μικρού εντυπώματος(1) επ’ αυτού, θα πρέπει να εγείρει υποψίες για συνυπάρχον συρίγγιο μεταξύ κύστης και δέρματος. Τυχόν ευδιάκριτη ή υπέρμετρη προβολή τους προκαλεί αλλοίωση της αισθητικής τοπικά, ενώ υποτροπιάζουσες φλεγμονές μπορεί να διαταράσσουν την κατά τα άλλα ήσυχη κλινική τους πορεία.

Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης μίας δερμοειδούς κύστης συνίσταται στη χειρουργική της αφαίρεση, όπου καταβάλλεται προσπάθεια ώστε η βλάβη να εξαιρεθεί ριζικά. Εν τούτοις, η συγκεκριμένη διαδικασία δεν είναι πάντα απλή, ιδίως όταν η κύστη προσφύεται σε οστό ή διαπιστώνονται ουλές ή συρίγγια λόγω προηγούμενων ανεπιτυχών χειρουργείων ή φλεγμονών. Αυτό σημαίνει ότι η παρασκευή ενδέχεται να καθίσταται εργώδης και ελλιπής, οδηγώντας σε ατελή εκτομή του μορφώματος και παραμονή υπολειμματικών του στοιχείων, γεγονός που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο επανεμφάνισής του. Δεδομένου, τέλος, ότι οι δερμοειδείς κύστεις εντοπίζονται πιο συχνά στην ουρά του φρυδιού και στη ρίζα της μύτης, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω τα παρακάτω:

  1. Στην πρώτη περίπτωση, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά την επέμβαση, προκειμένου να προστατεύονται οι κροταφικοί κλάδοι του προσωπικού νεύρου, οι οποίοι πορεύονται ακριβώς επάνω από το φρύδι και νευρώνουν τον σύστοιχο μετωπιαίο μυ. Επί βλάβης των κλάδων, σημειώνεται πτώση του φρυδιού σε σχέση με το αντίστοιχο της άλλης πλευράς, λόγω αδυναμίας του μετωπιαίου μυός να το ανυψώσει.
  2. Εφόσον πρόκειται για τη μύτη, η κύστη μπορεί να μην περιορίζεται στην περιοχή της ρινός, αλλά να διαπερνά τα οστά και να επεκτείνεται εντός του κρανίου. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται έλεγχος με αξονική ή / και μαγνητική τομογραφία. Επί θετικού αποτελέσματος, η εκτομή πραγματοποιείται με συνδυασμό εξωκρανιακής και ενδοκρανιακής προσπέλασης.

Εικ. 1–4. Επάνω: δερμοειδής κύστη (βέλη) άνωθεν της ουράς του δεξιού φρυδιού, σε φωτογραφίες ανφάς και προφίλ ¾. Κάτω: αφαίρεση της κύστης και απώτερο μετεγχειρητικό αποτέλεσμα.

 

Εικ. 5. Διατήρηση της λειτουργικότητας του μετωπιαίου μυός και φυσιολογική ανύψωση του φρυδιού (σύγκριση με την κάτω δεξιά από τις Εικόνες 1–4, όπου ο μυς βρίσκεται σε χαλάρωση). Η μετεγχειρητική ουλή (βέλη) μοιάζει σαν προέκταση της ρυτίδας στο μέτωπο, οπότε δεν είναι παράταιρη στην περιοχή.


Τα Παράθυρα I–III αφορούν σε φωτογραφίες που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης εκτομής της δερμοειδούς κύστης του περιστατικού των Εικόνων 1–5. Υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος δεν ενοχλείται από τέτοιου είδους φωτογραφίες, μπορεί ανοίγοντας τα εν λόγω Παράθυρα να ενημερωθεί περαιτέρω για τις λεπτομέρειες της επέμβασης.

 



(1) Αν και αδόκιμη, η λέξη εντύπωμα χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική ορολογία για να περιγράψει μία κοίλανση ή βαθούλωμα.