ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ
Δευτερογενής ρινοπλαστική ονομάζεται κάθε επέμβαση που πραγματοποιείται μετά την πρωτογενή ρινοπλαστική, δηλαδή μετά την αρχική, πρώτη επέμβαση διόρθωσης αισθητικών ή και λειτουργικών ατελειών της ρινός. Η δευτερογενής ρινοπλαστική στοχεύει στη βελτίωση της εικόνας της μύτης ή και της αναπνευστικής λειτουργίας, όταν η πρωτογενής που έχει προηγηθεί κρίνεται ως μη επιτυχημένη, λόγω:
- Μη ικανοποιητικής βελτίωσης της αισθητικής, είτε με υποκειμενικούς είτε με αντικειμενικούς όρους.
- Επιδείνωσης της αισθητικής.
- Εμμένουσας αναπνευστικής δυσχέρειας παρά το αρχικό χειρουργείο, η οποία οφείλεται σε ανατομικής αιτιολογίας παρακώλυση της ελεύθερης διόδου του αέρα στη μύτη.
- Εμφάνισης αναπνευστικής δυσχέρειας μετά το αρχικό χειρουργείο, η οποία δεν προϋπήρχε.
- Συνδυασμού των παραπάνω.(1)
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ
Η επέμβαση πραγματοποιείται όπως η πρωτογενής ρινοπλαστική (βλ. σχετική ενότητα).
ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΕΣ ΟΥΛΕΣ
Οι ουλές στους βλεννογόνους ή και στο δέρμα είναι παρόμοιες με εκείνες της πρωτογενούς ρινοπλαστικής, κλειστής ή ανοικτής. Ωστόσο, η έκταση της εσωτερικής ουλοποίησης αναμένεται να είναι μεγαλύτερη επί δευτερογενούς ρινοπλαστικής, καθώς, πέραν των αρχικών ουλών συνεπεία της πρωτογενούς, προστίθενται και νέες κατά τη δευτερογενή. Επί επανεπέμβασης, βέβαια, καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να αφαιρούνται οι προϋπάρχοντες ουλώδεις ιστοί· παρά ταύτα, και για λόγους που διευκρινίζονται παρακάτω (βλ. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ), κάποιες ουλές παραμένουν, οπότε η συνολική έκτασή τους αυξάνει. Τούτο ενδέχεται να επηρεάζει αρνητικά το τελικό αποτέλεσμα.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Αν και μετεγχειρητικά προβλήματα παρατηρούνται σε όλες, ανεξαιρέτως, τις αισθητικές επεμβάσεις, αυτά ποικίλλουν σε βαρύτητα και συχνότητα ανάλογα με το είδος του χειρουργείου. Η ρινοπλαστική, λοιπόν, θεωρείται η επέμβαση που συνοδεύεται από το υψηλότερο ποσοστό αποτελεσμάτων που δεν ικανοποιούν, γεγονός που σχετίζεται με:
- Την ιδιαίτερη και περίπλοκη ανατομία της μύτης.
- Το μεγάλο εύρος των ανατομικών αποκλίσεων.
- Τον προεξάρχοντα ρόλο της μύτης στην αναπνευστική λειτουργία, ο οποίος εξαρτάται από τον βαθμό της προϋπάρχουσας διατάραξης της ανατομίας ή της αλλοίωσής της συνεπεία του χειρουργείου.
- Την αδυναμία κάλυψης τυχόν ατελειών μετά την επέμβαση (κάτι που δεν ισχύει για άλλα αισθητικά χειρουργεία, όπως κοιλιοπλαστικής, λιποαναρρόφησης, επεμβάσεων στους μαστούς κ.λπ., όπου οι όποιες ατέλειες δύναται να κρύβονται από τα ρούχα, τα εσώρουχα, το μαγιό κ.λπ.).
Ως καθοριστικοί, επίσης, παράγοντες που συνδέονται με αποτελέσματα που δεν ικανοποιούν, σημειώνονται:
- Η ακατάλληλη χειρουργική τεχνική.
- Η ανεπαρκής χειρουργική εμπειρία.
- Η πραγματοποίηση της επέμβασης από ιατρούς που δεν έχουν εκπαιδευθεί με βάση τις αρχές της πλαστικής χειρουργικής, αλλά και της αισθητικής γενικότερα.
- Οι μη ρεαλιστικές απαιτήσεις του ατόμου που χειρουργείται (βλ. και ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, ΠΕΡΙ ΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ, ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, οι αιτίες που οδηγούν σε ανεπιθύμητο αποτέλεσμα είναι πολλές, οπότε ανάλογα πολλές είναι και οι περιπτώσεις διορθωτικών χειρουργείων. Ως εκ τούτου, η δευτερογενής ρινοπλαστική κατατάσσεται ως η συνηθέστερη μεταξύ των αισθητικών επανεπεμβάσεων.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
Όπως και στην πρωτογενή ρινοπλαστική, τα μετεγχειρητικά προβλήματα στη δευτερογενή δεν αποδίδονται τόσο σε πραγματικές επιπλοκές όσο σε ατυχείς ή λανθασμένους χειρουργικούς χειρισμούς, καθώς και στις επιπτώσεις της εσωτερικής ουλοποίησης. Τα συγκεκριμένα προβλήματα αφορούν σε διαταραχές της αισθητικής και της αναπνευστικής λειτουργίας· ωστόσο, επί δευτερογενούς ρινοπλαστικής είναι κατά κανόνα πιο σοβαρά, αφενός λόγω της πρόσθετης ουλοποίησης (βλ. παραπάνω), αφετέρου λόγω της συχνά παρατηρούμενης αποδυνάμωσης του χόνδρινου σκελετού, η οποία οφείλεται σε:
- Εκτομή τμημάτων των χόνδρων κατά τη δευτερογενή ρινοπλαστική, ενώ έχει προηγηθεί εκτομή και κατά την πρωτογενή.
- Μη χρήση ραμμάτων ώστε να συγκρατούνται οι χόνδροι μεταξύ τους μετεγχειρητικά (αυτό ισχύει ουσιαστικά επί κλειστής δευτερογενούς ρινοπλαστικής, όπου η τοποθέτηση ραμμάτων παρουσιάζει ιδιαίτερες ή ανυπέρβλητες δυσκολίες).
- Μη χρήση χόνδρινων μοσχευμάτων όταν η εφαρμογή τους ενδείκνυται (και στις δευτερογενείς ρινοπλαστικές όντως ενδείκνυται, τουλάχιστον σε μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι στις πρωτογενείς).
- Μη χρήση ραμμάτων ώστε να συγκρατούνται τα μοσχεύματα μεταξύ τους και με τους υπόλοιπους χόνδρους (τα μοσχεύματα προσδίδουν όγκο στον χόνδρινο σκελετό· όχι, όμως, και σταθερότητα, άπαξ και δεν συγκρατούνται με ράμματα).
Σε περίπτωση που οι χόνδροι της μύτης εξασθενήσουν, η αύξηση της εσωτερικής ουλοποίησης έρχεται να χειροτερεύσει τα πράγματα. Έτσι, και δεδομένου ότι οι ουλές α) στερούνται ελαστικότητας, β) ασκούν υπέρμετρες τάσεις στους ιστούς που τις περιβάλλουν, η εξέλιξη είναι απολύτως προβλέψιμη: οι εξασθενημένοι χόνδροι αδυνατούν να αντισταθούν στις πιέσεις που υφίστανται από την ουλή, γεγονός που οδηγεί σε ρίκνωση της μύτης, παραμόρφωση της εικόνας της και επιβάρυνση της αναπνοής. Εφόσον δε η διαδικασία επαναλαμβάνεται –όπως επί αλλεπάλληλων ρινοπλαστικών, με περαιτέρω αποδυνάμωση του χόνδρινου σκελετού–, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι κυριολεκτικά καταστροφικό.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όσα παρατίθενται στην καταχώριση περί πρωτογενούς ρινοπλαστικής, αλλά και όσα υπογραμμίζονται στην παρούσα ανάρτηση, εκείνο που προκύπτει είναι ότι, εάν η πρωτογενής ρινοπλαστική είναι απαιτητική ως επέμβαση, τότε η δευτερογενής είναι πολλαπλά απαιτητική.
Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, ότι όλα τούτα ενδέχεται να δημιουργούν αρνητικές εντυπώσεις ή αμφιβολίες ως προς τις προσδοκίες των ατόμων που επιθυμούν να υποβληθούν σε επανεπέμβαση. Για τον λόγο αυτό θα επιχειρήσω να θέσω τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση, καθώς, παρά τα όποια ζητήματα, μία δευτερογενής ρινοπλαστική μπορεί να συνοδεύεται από ένα εξαιρετικό, τελικά, αποτέλεσμα, αισθητικό και λειτουργικό. Η προσωπική εμπειρία και πρακτική μου συνοψίζονται ως εξής:
- Ως καταλληλότερη χρονική περίοδος για μία επανεπέμβαση θεωρείται εκείνη κατά την οποία έχουν παρέλθει τουλάχιστον 6–12 μήνες από το προηγούμενο χειρουργείο. Η επιλογή αυτή σχετίζεται με το γεγονός ότι, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, η εικόνα της μύτης έχει σταθεροποιηθεί, καθώς το μετεγχειρητικό οίδημα έχει υποχωρήσει και η διαδικασία της εσωτερικής ουλοποίησης τείνει προς ολοκλήρωση. Ως εκ τούτου, ο πλαστικός χειρουργός είναι πλέον σε θέση να εκτιμήσει με βεβαιότητα τι ακριβώς θα πρέπει να διορθώσει.
- Παρά τη βεβαιότητά του ως προς τις διορθώσεις που απαιτούνται, ο πλαστικός χειρουργός οφείλει να διατηρεί επιφυλάξεις όσον αφορά στην προεγχειρητική αξιολόγηση της κατάστασης του χόνδρινου σκελετού. Και τούτο διότι, ακόμα κι αν έχει καταλήξει στις βελτιώσεις που πρέπει να κάνει, δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τον ακριβή τρόπο που θα τις φέρει σε πέρας, αφού αυτός εξαρτάται από την ακεραιότητα και την ποιότητα των υποκείμενων χόνδρων. Αλλά κάτι τέτοιο είναι συνήθως αδύνατον να εκτιμηθεί επαρκώς πριν την επέμβαση. Προσωπικά έχω διαχειρισθεί αρκετές περιπτώσεις όπου έχω εκπλαγεί από την εικόνα των χόνδρων, υπό την έννοια ότι οι προεγχειρητικές και όχι τόσο σοβαρές ατέλειες της μύτης δεν είχαν καμία σχέση με τα ευρήματα την ώρα του χειρουργείου: χόνδροι υπερβολικά κακοποιημένοι, έκτοποι, ασταθείς και ασύμμετροι, με μεγάλα τμήματά τους να έχουν αφαιρεθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, θα περίμενε κανείς ότι η δυσμορφία της μύτης θα έπρεπε να ήταν ανάλογη με την κάκιστη εικόνα των χόνδρων· ένας τέτοιος συσχετισμός, όμως, μπορεί συχνά να μην ευσταθεί. Και τούτο λόγω της εσωτερικής ουλής, καθώς η ανάπτυξή της ανάμεσα στους χόνδρους και κάτω από το δέρμα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συμπαγούς στρώματος ιστών, το οποίο αφενός καλύπτει τις αλλοιώσεις των χόνδρων, αφετέρου επιδρά κατά τρόπο που η μύτη να λαμβάνει εντελώς άλλη μορφή από εκείνη που αναμένεται.
- Δεδομένων των ιδιαίτερων δυσκολιών στις δευτερογενείς περιπτώσεις, η υπεροχή της ανοικτής ρινοπλαστικής αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Τα πλεονεκτήματα της αξιολόγησης των χόνδρων υπό πλήρη και άμεση όραση, όπως και της άνεσης χειρουργικών χειρισμών, είναι πραγματικά ανεκτίμητα. Ως εκ τούτου, η επιλογή της ανοικτής μεθόδου για όλες, ανεξαιρέτως, τις δευτερογενείς ρινοπλαστικές, αποτελεί πάγια πρακτική μου.
- Η διαχείριση της εσωτερικής ουλής λόγω προηγούμενων επεμβάσεων απαιτεί προσοχή. Έτσι, η ουλή μπορεί να μην αφαιρείται όταν αφορά σε περιοχές που δεν επηρεάζουν την αισθητική ή τη λειτουργία της μύτης· όχι, όμως, όταν επιδιώκεται η ανάδειξη ξεχωριστών μορφολογικών γνωρισμάτων, όπως του ακρορρινίου. Γενικά, πάντως, οι απόπειρες πλήρους εκτομής της ουλής είναι μάλλον απρόσφορες, αφενός διότι κάτι τέτοιο είναι στην ουσία ανέφικτο (η ακριβής διάκριση μεταξύ υγιών ιστών και ουλών είναι εξαιρετικά δυσχερής), αφετέρου διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος μείωσης της αιμάτωσης του δέρματος και αλλοίωσης της ομοιογένειας του πάχους αυτού. Θεωρείται ασφαλέστερο, επομένως, να είναι κανείς συντηρητικότερος.
- Η αποκατάσταση της διαταραγμένης ή και ελλειμματικής ανατομίας της μύτης θα πρέπει να συνιστά πρωτεύοντα στόχο. Ομοίως και η ενίσχυση του χόνδρινου σκελετού. Τα παραπάνω επιτυγχάνονται αφενός κατόπιν συρραφής των χόνδρων που παραμένουν, αφετέρου με την εφαρμογή μοσχευμάτων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις τοποθετούνται μόνιμα ράμματα. Κακοποιημένα τμήματα χόνδρων, τα οποία αδυνατούν να στηρίξουν ραφές ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση της ανατομίας, είναι προτιμότερο να αφαιρούνται και να αντικαθίστανται, εφόσον ενδείκνυται, με μοσχεύματα.
- Τα μοσχεύματα είναι συνήθως χόνδρινα και λαμβάνονται είτε από το ρινικό διάφραγμα είτε από τα πτερύγια των αφτιών. Οι χόνδροι των πλευρών του θώρακα είναι επίσης κατάλληλοι, κυρίως επί ανάγκης ανύψωσης της ράχης της μύτης. Οστικά μοσχεύματα από το κρανίο μπορεί να χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό.
- Πέραν της ενίσχυσης του σκελετού της μύτης και της αναπλήρωσης των χόνδρων που λείπουν, η εφαρμογή χόνδρινων μοσχευμάτων συνιστά και ιδιαιτέρως αποτελεσματική μέθοδο για τη διαμόρφωση και προβολή του περιγράμματος του ακρορρινίου.
- Σε περιπτώσεις όπου απαιτείται κάλυψη ατελειών στη ράχη της μύτης, μπορεί να ενδείκνυται η χρήση μοσχεύματος περιτονίας,(2) το οποίο λαμβάνεται από την περιοχή του κροτάφου. Εναλλακτικά επιλέγονται συντηρητικότεροι τρόποι, όπως έγχυση λίπους ή άλλων ενέσιμων ουσιών.
- Η βελτίωση της αναπνευστικής λειτουργίας χρήζει πάντα ιδιαίτερης μέριμνας, καθώς η παρακώλυση της ελεύθερης διόδου αέρα στη μύτη προκαλεί αφενός επιπλέον προβλήματα –όπως κόπωση, κεφαλαλγίες, υπνική άπνοια(3) κ.ά.–, αφετέρου μόνιμη δυσφορία του ατόμου που δεν αναπνέει φυσιολογικά.
- Ανεξάρτητα, τέλος, αν πρόκειται περί πρωτογενούς ή δευτερογενούς ρινοπλαστικής, με την πάροδο των ετών έχω καταλήξει στο παρακάτω συμπέρασμα:
Όταν αφαιρούνται τμήματα χόνδρων, η συρραφή των χόνδρων που παραμένουν οδηγεί σε ενίσχυση του σκελετού της ρινός. Η συρραφή τους με μοσχεύματα, όμως, ενισχύει τον σκελετό αποτελεσματικότερα.
Ακολούθως παρουσιάζεται περίπτωση δευτερογενούς ρινοπλαστικής (Εικόνες 1–8, Παράθυρα Ι, ΙΙ). Σύμφωνα με το ιστορικό της, η ασθενής είχε υποβληθεί σε επέμβαση πρωτογενούς ρινοπλαστικής αλλαχού, με στόχο την αφαίρεση ύβου από τη ράχη της μύτης και τη διόρθωση σκολίωσης ρινικού διαφράγματος, λόγω δυσχέρειας στην αναπνοή. Η επιθυμία της να υποβληθεί σε επανεπέμβαση οφειλόταν σε α) μη αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, β) ψηλαφητές ανωμαλίες στη ράχη της μύτης – αν και μη εμφανείς, γ) ασυμμετρία των στομίων των ρωθώνων. Κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκαν:
- Παραμένουσα σκολίωση διαφράγματος, συνοδευόμενη από απόκλιση του άξονα της μύτης προς τα αριστερά (Εικόνες 1, 7).
- Open roof και inverted V deformity στη ράχη της μύτης, λόγω ανεπαρκών οστοετομιών στα ρινικά οστά και απώλειας της συνοχής των ρινικών οστών με τους άνω πλάγιους χόνδρους (οι παραπάνω βλάβες –για τις οποίες βλ. ΡΙΝΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ, Σχήματα 28, 29– ήταν ψηλαφητές αλλά μη εμφανείς, οπότε δεν απεικονίζονται στις προεγχειρητικές φωτογραφίες της ασθενούς).
- Μειωμένη προβολή και πτώση του ακρορρινίου, λόγω υπέρμετρης εκτομής τμήματος του διαφράγματος στη στυλίδα και απώλειας της στήριξης των κάτω πλάγιων χόνδρων (Εικόνα 3).
- Μη ικανοποιητική προβολή της στυλίδας κάτωθεν των ρωθώνων, λόγω της υπέρμετρης εκτομής του διαφράγματος (Εικόνα 3 – πρόκειται για ήπια περίπτωση retracted columella, για την οποία βλ. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ, Σχήμα 25).
- Ασυμμετρία των στομίων των ρωθώνων, αφενός λόγω ασυμμετρίας των κάτω πλάγιων χόνδρων, αφετέρου λόγω της σκολίωσης του διαφράγματος (Εικόνα 7).
- Παρακώλυση της ελεύθερης διόδου αέρα στη μύτη, λόγω α) μη διόρθωσης της σκολίωσης του διαφράγματος κατά το αρχικό χειρουργείο, β) στένωσης έσω ρινικών βαλβίδων (για την οποία βλ. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ, Σχήματα 3, 9). Η στένωση των βαλβίδων ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα έντονης ουλοποίησης του βλεννογόνου στις συγκεκριμένες περιοχές, είτε λόγω διατομής του βλεννογόνου είτε λόγω ακούσιας εκτομής τμημάτων αυτού μαζί με τον ύβο κατά την πρωτογενή ρινοπλαστική.
Εικ. 1–8. Φωτογραφίες κατόπιν πρωτογενούς κλειστής ρινοπλαστικής αλλαχού και κατόπιν δευτερογενούς ανοικτής ρινοπλαστικής από την ομάδα μας (αριστερά και δεξιά, αντιστοίχως). Όψεις ανφάς, προφίλ, προφίλ ¾, καθώς και όψεις από κάτω προς τα επάνω, ώστε να απεικονίζονται τα στόμια των ρωθώνων και η βάση της μύτης (worm’s eye views). Οι μετεγχειρητικές φωτογραφίες της δευτερογενούς ρινοπλαστικής ελήφθησαν 12 μήνες μετά την επέμβαση. Πραγματοποιήθηκαν: i) σταθεροποίηση του άξονα της μύτης στη μέση γραμμή, ως αποτέλεσμα ευθυγράμμισης του διαφράγματος μετά την αφαίρεση του σκολιωτικού τμήματός του (Εικόνες 2, 8), ii) αύξηση της προβολής και ανόρθωση του ακρορρινίου, κατόπιν κάθετης τοποθέτησης μοσχεύματος χόνδρου στη στυλίδα και οριζόντιας τοποθέτησης μοσχεύματος χόνδρου επί των κεντρικών και άνω τμημάτων των κάτω πλάγιων χόνδρων (Εικόνες 2, 4, 6), iii) αύξηση της προβολής της στυλίδας κάτωθεν των ρωθώνων, ως αποτέλεσμα της τοποθέτησης του μοσχεύματος στη στυλίδα (Εικόνες 4, 6), iv) διόρθωση της ασυμμετρίας των στομίων των ρωθώνων, κατόπιν διόρθωσης της σκολίωσης του διαφράγματος και συρραφής των κάτω και κεντρικών τμημάτων των κάτω πλάγιων χόνδρων με το μόσχευμα στη στυλίδα (Εικόνα 8), v) αποκατάσταση της αναπνευστικής λειτουργίας, κατόπιν διόρθωσης της σκολίωσης του διαφράγματος και διεύρυνσης των έσω ρινικών βαλβίδων με spreader grafts – τα spreader grafts (για τα οποία βλ. ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ, Σχήματα 9–11), όπως και τα μοσχεύματα επί των κάτω πλάγιων χόνδρων και στη στυλίδα, ελήφθησαν από το αφαιρεθέν τμήμα του διαφράγματος και από το πτερύγιο ενός εκ των ώτων, vi) διόρθωση του inverted V στη ράχη της μύτης, κατόπιν ανάρτησης των άνω πλάγιων χόνδρων στο άνω χείλος του διαφράγματος μέσω των spreader grafts, vii) κάλυψη του χάσματος του open roof και εξομάλυνση της ράχης της μύτης, ως αποτέλεσμα τοποθέτησης στη συγκεκριμένη περιοχή μοσχεύματος κροταφικής περιτονίας (η διόρθωση του open roof θα μπορούσε να λάβει χώρα και κατόπιν οστεοτομιών στα ρινικά οστά και συμπλησίασης των οστών στη μέση γραμμή· δεδομένου, ωστόσο, ότι το χάσμα τους ήταν μικρό, αποφασίσθηκε πως οι οστεοτομίες δεν ήταν αναγκαίες – και όντως δεν ήταν, καθώς το open roof δεν ήταν ψηλαφητό μετά την επέμβαση). Όλα τα χόνδρινα μοσχεύματα συρράφτηκαν με τους χόνδρους της μύτης με μόνιμα, μη απορροφήσιμα ράμματα, ενώ το μόσχευμα της κροταφικής περιτονίας σταθεροποιήθηκε με διαδερμικές ραφές (βλ. προαιρετικώς Παράθυρα I, II). Η ουλή στη στυλίδα δεν διακρίνεται (Εικόνα 8). Σε σχηματική απεικόνιση, οι διεγχειρητικές παρεμβάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω είναι παρόμοιες με εκείνες του Σχήματος 34 της ενότητας ΡΙΝΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ.
Τα Παράθυρα Ι, ΙΙ αφορούν σε φωτογραφίες που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια και λίγες ημέρες αργότερα από την ολοκλήρωση της δευτερογενούς ρινοπλαστικής στην ασθενή των Εικόνων 1–8. Υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος δεν ενοχλείται από τέτοιου είδους φωτογραφίες, μπορεί ανοίγοντας τα εν λόγω Παράθυρα να ενημερωθεί περαιτέρω για τις λεπτομέρειες της επέμβασης.
Όπως επισημαίνεται και στην ανάρτηση περί πρωτογενούς ρινοπλαστικής, η λεπτομερής και ολοκληρωμένη αξιολόγηση του αποτελέσματος της επέμβασης μέσω φωτογραφιών, απαιτεί 4 λήψεις τουλάχιστον, ήτοι, ανφάς, προφίλ, προφίλ ¾, καθώς και από κάτω προς τα επάνω (worm’s eye view). Κατ’ αυτόν τον τρόπο απεικονίζονται όλες οι ανατομικές μονάδες της μύτης και αποκαλύπτονται οι όποιες ατέλειές τους (βλ. και ενότητα Η ΕΛΛΙΠΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ). Και για του λόγου το αληθές, θέτω απλώς τα εξής ερωτήματα:
Ποιος θα υποψιαζόταν τις πραγματικές δυσμορφίες της μύτης στο περιστατικό των Εικόνων 1–8, εάν αξιολογούσε το αποτέλεσμα της πρωτογενούς ρινοπλαστικής μέσω μίας, μόνο, φωτογραφίας, όπως π.χ. εκείνης στην Εικόνα 5; Η οποία δεν αποκαλύπτει καμία, στην ουσία, ατέλεια; Κι από την άλλη, ποιος θα μπορούσε να αντιληφθεί τις βελτιώσεις που έγιναν κατά τη δευτερογενή ρινοπλαστική, εάν βασιζόταν μόνο στην Εικόνα 6;
Οι απαντήσεις δικές σας.
(1) Για την καλύτερη κατανόηση της δευτερογενούς ρινοπλαστικής, θεωρώ απαραίτητο να είναι κάποιος ενήμερος γύρω από τις βασικές αρχές της πρωτογενούς, για την οποία βλ. ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ, ΡΙΝΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ.
(2) Οι περιτονίες συνιστούν υμένες ή ταινίες που περιβάλλουν ή διαχωρίζουν τα όργανα, τους μύες και τις στοιβάδες των μαλακών μορίων του σώματος. Η κροταφική περιτονία έχει επαρκές πάχος για τη συγκάλυψη περιορισμένων ανωμαλιών στη ράχη της μύτης, όταν εφαρμόζεται ως μόσχευμα στην περιοχή. Η ουλή που προκύπτει στον κρόταφο δεν είναι εμφανής, καθώς κρύβεται μέσα στο τριχωτό της κεφαλής.
(3) Υπνική άπνοια: διαταραχή που σημειώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, όπου η αναπνοή γίνεται επιπόλαιη ή παύει για διαστήματα δευτερολέπτων ή και λεπτών. Η μερική απόφραξη της ανώτερης αναπνευστικής οδού αποτελεί έναν από τους λόγους εμφάνισής της.