ΠΕΡΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΡΙΧΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗΣ

Η αποκατάσταση του τριχωτού της κεφαλής αφορά στην κάλυψη ελλειμμάτων του δέρματος και των υποκείμενων μαλακών μορίων της συγκεκριμένης περιοχής. Απώλεια των ιστών αυτών παρατηρείται κατόπιν αφαίρεσης κάποιου όγκου, ή κατόπιν τραύματος, εγκαύματος, κατάκλισης(1) κ.λπ.

Επί αποκατάστασης ελλειμμάτων του τριχωτού, θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα παρακάτω:

  • Το δέρμα του τριχωτού έχει περιορισμένη ελαστικότητα. Τούτο σημαίνει πως η τελικο-τελική συρραφή, η οποία αποτελεί την απλούστερη και πιο επιθυμητή μέθοδο αποκατάστασης, δεν ενδείκνυται παρά μόνο για ελλείμματα μικρών διαστάσεων (<2–3 cm).
  • Επί τριχοφυΐας περιμετρικά του ελλείμματος, η μεταφορά δέρματος που έχει επίσης τριχοφυΐα συνιστά τον ιδανικότερο τρόπο αποκατάστασης. Όμως κάτι τέτοιο απαιτεί να κινητοποιούνται ιστοί από το ίδιο το τριχωτό της κεφαλής (το οποίο υπενθυμίζεται ότι έχει περιορισμένη ελαστικότητα), και όχι ιστοί από περιοχές που έχουν μεγαλύτερη ελαστικότητα, αλλά είναι άτριχες (όπως το μέτωπο, ο κρόταφος κ.λπ.).

Οι επανορθωτικές μέθοδοι έχουν ως ακολούθως:

  1. Τελικο-τελική συρραφή (μόνο για μικρά ελλείμματα).
  2. Κάλυψη με δερματικό μόσχευμα. Προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή της μεθόδου αποτελεί η διατήρηση υγιών ιστών στην εν τω βάθει επιφάνεια του ελλείμματος, οι οποίοι συμβάλλουν στην επαναιμάτωση και πρόσληψη του μοσχεύματος (βλ. και ΠΕΡΙ ΠΛΑΣΤΙΚΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ, ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ). Λόγω της ευκολίας και συντομίας της, η συγκεκριμένη πρακτική συνηθίζεται κυρίως επί ηλικιωμένων ατόμων ή ατόμων των οποίων η γενική κατάσταση δεν επιτρέπει περίπλοκες ή μεγάλης διάρκειας επεμβάσεις. Ωστόσο, το αισθητικό αποτέλεσμα ενδέχεται να μην ικανοποιεί, καθώς το λεπτό πάχος ενός μοσχεύματος δεν αρκεί προκειμένου να αντικαταστήσει τον όγκο των μαλακών μορίων που έχουν χαθεί στην περιοχή του ελλείμματος. Επιπλέον, το μόσχευμα είναι άτριχο, οπότε φαίνεται παράταιρο όταν περιβάλλεται από τρίχες, ενώ μπορεί να μοιάζει σαν μπάλωμα ακόμα και όταν η πέριξ αυτού δερματική επιφάνεια παρουσιάζει αλωπεκία (δηλ. απώλεια των τριχών).
  3. Μεταφορά κρημνών (βλ. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΧΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗΣ, ΜΕ ΚΡΗΜΝΟΥΣ).
  4. Εφαρμογή διατατήρων ιστών (βλ. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΙΧΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΗΣ, ΜΕ ΔΙΑΤΑΤΗΡΕΣ).
  5. Χρήση συσκευής αρνητικής πίεσης. Συνήθως η μέθοδος βρίσκει εφαρμογή επί κατάκλισης του τριχωτού, όταν, ενώ επιθυμείται κάλυψη του ελλείμματος με δερματικό μόσχευμα, σημειώνεται απουσία εν τω βάθει ιστών κατάλληλων να στηρίξουν το μόσχευμα. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η άσκηση αρνητικής πίεσης προάγει την επούλωση, το αποτέλεσμα είναι να αναπτύσσεται στο έδαφος του ελλείμματος ιστός ικανός να συμβάλει στην πρόσληψη του μοσχεύματος(2) (βλ. και ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ, ΚΟΙΛΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, υποσημείωση 2).

(1) Η συνεχής άσκηση εξωτερικής πίεσης σε μία περιοχή οδηγεί σε κατάκλιση, δηλαδή σε σταδιακή διακοπή της αιμάτωσης και νέκρωση του δέρματος και των υποδόριων ιστών της συγκεκριμένης περιοχής. Κατακλίσεις στο τριχωτό παρατηρούνται κυρίως σε ασθενείς που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι και επί μακρόν σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), οι οποίοι αδυνατούν να αλλάζουν συχνά και από μόνοι τους θέση, ώστε η άσκηση πίεσης να εναλλάσσεται από ένα μέρος του τριχωτού σε ένα άλλο. Συνήθεις περιοχές όπου επίσης εμφανίζονται κατακλίσεις, αποτελούν ο κόκκυγας, τα κάτω τμήματα των γλουτών, οι άνω–έξω επιφάνειες των μηρών, οι αστράγαλοι και οι φτέρνες.

(2) Επί κατάκλισης του τριχωτού ενδέχεται να σημειώνεται πλήρης απώλεια του δέρματος και των εν τω βάθει μαλακών μορίων, περιλαμβανομένου του περιοστέου στη συγκεκριμένη περιοχή. Ως εκ τούτου, το υποκείμενο οστό εμφανίζεται απογυμνωμένο από ιστούς που θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα δερματικό μόσχευμα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, επίσης, ότι οι κατακλίσεις στο τριχωτό παρατηρούνται κυρίως σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ (βλ. υποσημείωση 1), η επιλογή άλλων, μεγαλύτερης βαρύτητας και διάρκειας χειρουργείων γενικώς αντενδείκνυται, εξαιτίας της εύθραυστης υγείας των ασθενών αυτών. Μία καλή πρακτική, επομένως, είναι να εφαρμόζεται συσκευή αρνητικής πίεσης, η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη του λεγόμενου κοκκιώδους ιστού. Λόγω της πλούσιας αιμάτωσής του, ο κοκκιώδης ιστός αποτελεί ένα πολύ ικανοποιητικό υπόστρωμα για την πρόσληψη ενός μοσχεύματος, οπότε κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται κάλυψη του ελλείμματος της κατάκλισης με μία απλή και σύντομη διαδικασία. Σε επόμενο χρόνο, πάντως, και εφόσον η κατάσταση της υγείας του ασθενούς το επιτρέπει, μπορεί να επιχειρείται αφαίρεση του μοσχεύματος και βελτίωση της αισθητικής της περιοχής με άλλες μεθόδους (όπως π.χ. με μεταφορά κάποιου κρημνού).