ΕΝΑΣ ΚΙΜΠΑΡΗΣ
Με ιδιαίτερη θλίψη, πληροφορήθηκα ότι έφυγε χθες από τη ζωή ένας φίλος, ένας φίλος απ’ τα παλιά, ο πλαστικός χειρουργός Γιώργος Ζαρκάδας. Δυο λόγια, λοιπόν, για εκείνον.
Σε αυτές τις περιστάσεις είθισται να γράφονται πολλά κοινότοπα και βαρύγδουπα: «λαμπρή η επιστημονική του πορεία», «τεράστια η προσφορά του», «δυσαναπλήρωτο το κενό που αφήνει», «πιο φτωχή η ιατρική κοινότητα» κ.λπ. Όμως κάτι τέτοια δεν ταιριάζουν στον Γιώργο. Όχι ότι δεν αξίζει να μνημονευθεί για το έργο του, για τη μακρόχρονη δράση και συμβολή του στην αντιμετώπιση και θεραπεία ασθενών με καρκίνο, και μάλιστα απ’ την πρώτη γραμμή· απεναντίας. Ωστόσο, προσωπικά θεωρώ πως τα πιο ακριβά του παράσημα ήταν άλλα: η αξιοπρέπεια και το ήθος.
Ο συνεργάτης μου Κώστας Τσετσώνης κι εγώ τον γνωρίζαμε για πάνω από 20 χρόνια, από την εποχή που είχαμε βρεθεί ως ειδικευόμενοι στον Άγιο Σάββα, όταν εκείνος ήταν επιμελητής στην κλινική πλαστικής χειρουργικής του νοσοκομείου. Φιλικός και καλοσυνάτος προς όλους, ο Γιώργος ξεχώριζε. Πάντα έντιμος προς τους ασθενείς, πάντα πρόθυμος να δίνει κάθε ευκαιρία στους νεότερους συναδέλφους ν’ αποκτούν χειρουργικές εμπειρίες. Η ανεπιτήδευτη αρχοντιά του και η ευπρέπεια στους τρόπους και την εμφάνιση δεν άφηναν περιθώρια για παρανοήσεις· ήταν ό,τι πραγματικά έβλεπες κι αισθανόσουν: ένας άνθρωπος με ποιότητα. Και το πλατύ του χαμόγελο ήταν απλά ο καθρέφτης του.
Εκτός νοσοκομείου, ο Γιώργος ήταν ακόμα πιο γοητευτικός. Ένας λάτρης της παρέας και του κεφιού· χιουμορίστας κι εκφραστικός, είχε πάντα κάτι έξυπνο ή πικάντικο να διηγηθεί. Απολάμβανε να φροντίζει ν’ απολαμβάνουν οι άλλοι· πότε ξετρυπώνοντας –σαν έκπληξη– κάνα αβγοτάραχο από το σακάκι του, πότε διαλέγοντας μια γλυκόπιοτη γκράπα στο φινάλε του συμποσίου. Και πάνω απ’ όλα ένας οικοδεσπότης μοναδικός, είτε στο σπίτι του στην Αθήνα είτε στο πατρικό του κτήμα στο Μεσολόγγι: τίποτα στο τραπέζι δεν ήταν αδιάφορο· όλα είχαν κάτι από πάθος. Ναι, πάθος!
Αυτός ήταν, λοιπόν, ο Γιώργος Ζαρκάδας: ειλικρινής σ’ ό,τι ένοιωθε, γενναιόδωρος σ’ ό,τι έδινε. Αλλά και πάντα περήφανος – ως γνήσιος Μεσολογγίτης, εξάλλου. Γι’ αυτό και τον λέω κιμπάρη!
Και κάτι γουστόζικο από έναν ιστιοπλοϊκό μας αγώνα –γιατί ’χαμε και τέτοια με τον Ζαρκάδα–, όταν κάποτε είχαμε δέσει στη Σέριφο.
Αφού είχαμε ρίξει τις βουτιές μας στο Γάνεμα, βγήκαμε και κάτσαμε όλο το πλήρωμα για ένα ουζάκι. Ουζάκι και μεζεδάκι· έτσι είχαμε συμφωνήσει. Εκεί που περιμέναμε, λοιπόν, για να παραγγείλουμε, πιάνει το μάτι του Γιώργου έναν ψαρά, να μπαίνει στην ταβερνούλα με την ψαροκασέλα υπό μάλης. Πετάγεται τότε ο Γιώργος κι αμολιέται για μέσα.
«Έχε τον νου σου!» του φωνάζει ο Κώστας που τον έζωσαν αμέσως τα φίδια. «Κάνε κράτει!»
«Ξέρω!»
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά, κι αρχίζουν να ’ρχονται οι μεζέδες. Κοπανιστή, χταποδάκι, τσίρος και τέτοια. Τσιμπάγαμε, λοιπόν, και καλαμπουρίζαμε κουτσοπίνοντας, ώσπου ξαφνικά καταφθάνει μια πιατέλα τίγκα στους αστακούς και τις κωλοχτύπες.
«Τι ’ναι τούτα, ρε Γιώργο;» τον αγριοκοίταξε τότε ο Κώστας. «Ένα μεζεδάκι δεν είπαμε, μόνο;»
«Αφού περπατάγαν, ρε Κώστα!» ήταν η αφοπλιστική απάντηση τ’ αλλουνού. «Τι να ’κανα!»
Καλοκαίρι του 2002 και ρεγκάτα στις Κυκλάδες. Πλαγιοδρομία με μπαλόνι και σκάφος μας το HATI IV, με ρότα για Σύρο.
Το πλήρωμα στο λιμάνι του Φοίνικα στη Σύρο. Καθιστός αριστερά μου ο Γιώργος και δεξιά μου ο καπετάνιος. Όρθιος στο μέσον, ο Κώστας, ανάμεσα στον συνάδελφο Χρήστο Ασημομύτη και τη Στέλλα, νοσηλεύτρια και αγαπημένη μας φίλη από την εποχή του Αγίου Σάββα. Όρθιοι στα άκρα, ο Νίκος και η Δώρα.
Στη χώρα της Σερίφου. Καθιστός, επάνω και δεξιά, ο Γιώργος.